νεόκοσμος

νεόκοσμος
νεόκοσμος, -ον (Α)
αυτός που στολίστηκε πρόσφατα, νεοστόλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + κόσμος «στολισμός» (πρβλ. πολύ-κοσμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γρηγοριάδης, Νεόκοσμος — (Κωνσταντινούπολη 1879 – 1967).Στρατιωτικός, συγγραφέας και πολιτικός. Υπηρέτησε στο στράτευμα από το 1897, όταν πήρε μέρος ως εθελοντής στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο της ίδιας χρονιάς, έως το 1926, οπότε αποστρατεύτηκε με βαθμό υποστράτηγου. Πήρε… …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”